- δίνη
- η (AM δίνη)1. περιστροφική κίνηση νερού ή ανέμου, στρόβιλος, ρούφουλας2. βάσανα, κακοπάθεια, αναστάτωση («η δίνη τού πολέμου»)νεοελλ.1. η ανατάραξη τής θάλασσας που οφείλεται στη συνάντηση αντίθετων ρευμάτων ή στη λειτουργία έλικα πλοίου, το μάτι τής θάλασσας, η ρουφήχτρααρχ.1. ανεμοστρόβιλος2. γρήγορη περιστροφή, στροβιλισμός3. (κατά τον Εμπεδοκλή) η περιστροφή τού ουρανού.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχικό θ., που απαντά στους εκφραστικούς τύπους δίνη, δίνος, δινώ, είναι *δί- παρεκτεταμένο με -ν- (πρβλ. και κλίνω, κλίνη). Ο ρηματικός τ. δινώ, όπως άλλωστε πιστοποιούν οι ποικίλοι τύποι τού ενεστωτικού θέματος (πρβλ. δίνω, δίννω, δινάζω και το Ομηρικό παράλληλο δινεύω), δεν είναι μετονοματικό παράγωγο αλλά έρρινος ενεστώτας παρεκτεταμένος με -ω- (πρβλ. δῑ-νέF-ω: κῑνέF-ω, κ-ῑ-νυ-μαι). Η άποψη ότι το θ. *δῑ- συνδέεται με το δίεμαι* είναι μάλλον αβάσιμη τόσο μορφολογικά όσο και σημασιολογικά.ΣΥΝΘ. αρχ. αιθεροδινής, αλιδινής, αλμυροδινής, αργυροδίνης, βαθυδίνης, βραδυδινής, εριδινής, ευδινής, ευρυδίνης, ηεροδίνης, καλλιδίνης, μελανδίνης, περιδινής, ποικιλοδίνης, πολυδινής, πορφυροδίνης, πυριδίνης, ταχυδινής, φρενοδινής].
Dictionary of Greek. 2013.